ὑπόκλοπος

ὑπόκλοπος
ὑπόκλοπος
guileful
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπόκλοπος — ον, Α 1. κρυμμένος, κρυφός 2. πανούργος, δόλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κλοπός «κλέφτης» (< κλέπτω)] …   Dictionary of Greek

  • ὑπόκλοπον — ὑπόκλοπος guileful masc/fem acc sg ὑπόκλοπος guileful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποκλοπούμαι — έομαι, Α παραμένω κρυμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τις λ. ὑποκλέπτω και υπόκλοπος δεν είναι, όμως, εύκολο να εξακριβωθεί αν πρόκειται για μετονοματικό παρ. τής λ. ὑπόκλοπος ή για επιτ. επαναληπτικό τ. τού ρ. ὑποκλέπτω σχηματισμένο από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”